- θλῖψιν
- θλῖψιςpressurefem acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
θλίψη — και χλίψη, η (ΑΜ θλῑψις) [θλίβω] 1. πίεση, συμπίεση, σύνθλιψη, ζούλημα 2. λύπη, οδύνη, ψυχικός πόνος, στενοχώρια νεοελλ. 1. στείψιμο, ξεζούμισμα 2. φυσ. μηχανική καταπόνηση, που υποβάλλει ένα υλικό σε αυξημένη πίεση και, συνεπώς, προκαλεί μείωση… … Dictionary of Greek
PAENULA — a Graeco φαινόλις sive Dorice φαινόλα, Isaaco Casaubono ad Sparttan. in Hadrian. c. 3. sic dicta videtur, quod vestis esset adstricta, et quae partium corporis, quas tegebat, figuram exprimeret, quasi ὅλον τὸ σῶμα φαίνουσα. Quae sententia… … Hofmann J. Lexicon universale
PENULA seu PAENULA — itinerarium fuit apud Romanos vestimentum aut pluviale, ael. Lamprid. in Alexandro Severo c. 27. ita enim habet Cod. Palatinus, cum alias aut plisviae legatur: et quidem ut plurimum scorteum. Unde Martial. l. 14. Epigramm. 130. cuius lemma… … Hofmann J. Lexicon universale
καλώ — (AM καλῶ, έω, Α αιολ. τ. κάλημι) 1. ζητώ από κάποιον να έρθει κοντά μου (α. «κάλεσε την πυροσβεστική γρήγορα» β. «εἰς ἀγορὴν καλέσαντα... Ἀχαιούς», Ομ. Οδ.) 2. προσκαλώ κάποιον για χορό, δείπνο, γιορτή κ.λπ., συγκεντρώνω άτομα με πρόσκληση (α.… … Dictionary of Greek
καταδέομαι — (Α) παρακαλώ θερμά («ὑπερείδομεν τὴν θλῑψιν τῆς ψυχῆς αὐτοῡ, ὅτε κατεδέετο ἡμῶν», ΠΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + δέομαι «παρακαλώ»] … Dictionary of Greek